ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ (ΧΩΡΑ) - Μια μικρή αληθινή ιστορία... (μετά τις φωτογραφίες)
«Ποτέ δεν πρέπει τα κλαδιά τις ρίζες να ξεχνούνε,
γιατί οι ρίζες, αν χαθούν και κείνα θα χαθούνε».
Ριζίτικο
Η πασχαλινή μου ευχή θα είναι η περιγραφή μιας μικρής ιστορίας, εκτιμώντας ότι θα πιάσει περισσότερο από οποιαδήποτε ευχή. Είναι διαφορετική από τη γραμμική εξέλιξη που έχουν ανάλογες ιστορίες. Δεν θ’ αλλάξει η καθημερινότητά μας, ούτε κι ο κόσμος. Αφορά όλους εμάς που σεβόμαστε την Ιστορία και την Παράδοση.
Έχουν περάσει λίγες μέρες από την 6η Απριλίου. Έχουμε χρέος να θυμόμαστε τους ανθρώπους που χωρίς ιδιοτέλεια και καιροσκοπισμό έδωσαν τη ζωή τους.
Πριν λίγο καιρό, πρέπει να ήταν Φεβρουάριος του 2017, νεοναζι από χώρες της Ευρώπης έκαναν πορεία στη Βουλγαρία, στη Σόφια.
Να θυμηθούμε ότι 38.960 Έλληνες οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα την περίοδο 1941-1945 (ακόμη και μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του ’44, έλληνες εκτελούνταν στους εναπομείναντες θύλακες των ναζι σε νησιά και Δυτ. Κρήτη μέχρι τον Μάιο του ’45, κατά δήλωση του Μανώλη Γλέζου). Έχουν καταγραφεί περιστατικά από 1170 χωριά, σχεδόν σε κάθε τόπο μας, σε όλη την επικράτεια. Ο νομός μας έχει πληρώσει βαρύ φόρο αίματος κατά την διάρκεια της κατοχής και με τα ολοκαυτώματα της Τσαριτσάνης και του Δομένικου.
Χειμώνας 1999. Σ’ ένα ταξίδι στην Αλόννησο, μαθαίνω για την ιστορία της μικρής πλατείας, η οποία βρίσκεται εκεί όπως ανεβαίνεις τα στενά της Χώρας. Όσες φορές και αν βρέθηκα χειμώνα στο μέρος αυτό, σταματώ· αφουγκράζομαι και παρατηρώ τον χώρο…
Η πρώτη φωτογραφία αποτυπωμένη σε φιλμ, είναι από τότε. Οι υπόλοιπες είναι τραβηγμένες χειμώνα του 2017. Πρόκειται για μια ιστορία που πολλοί τη γνωρίζαμε με διαφορετικό τέλος από το αληθινό, εκείνο που περνάει από στόμα σε στόμα και λίγο παραλλάσσεται. Μια ιστορία που άκουσα για πρώτη φορά πριν από δεκαοκτώ χρόνια:
1944 ανήμερα του δεκαπενταύγουστου. Ξημέρωσε ήσυχα, η θάλασσα λάδι. Μυρωδιές θυμαριού και ρίγανης φτάνουν από τα δεμάτια που κρέμονται στις αυλές. Ο αυγουστιάτικος ήλιος δεν ζέστανε για καλά ακόμη την πέτρα, και οι τζίτζικες δεν έχουν αρχίσει τη μονότονη τρίλια τους, τον προγραμματισμένο από τη φύση, σκοπό τους. Τίποτε δεν προμηνύει αυτό που θα ακολουθήσει.
Όλοι μένουν πάνω στη Χώρα. Μόνο δύο - τρία σπίτια υπάρχουν κάτω στο Πατητήρι, το λιμανάκι του νησιού.
Σε λίγο, φτάνει ένα καΐκι με γερμανους στρατιώτες. Έχουν κρυμμένο τον οπλισμό τους και δεν φορούν στολές.
Βγαίνουν γρήγορα και ανηφορίζουν από το παλιό καλντερίμι μέσα από τα περιβόλια.
«Τράβηξαν ίσα πάν’ για το χωριό. Κανείς δε κατάλαβε τίποτας μέχρις που τσ’ είδαμι» έλεγε χαρακτηριστικά ο γεράκος, δεκαοχτώ χρόνια πριν.
Καλούν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν. Ακούγονται δέκα ονόματα. (Άλλοι λένε ότι τους έπιασαν στα σπίτια τους. Δεν γνωρίζω αν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες· μπορεί για κάποιους να έχουν ιστορική αξία). Τέτοια γιορτινή ημέρα βρίσκονται όλοι στο χωριό. Η λίστα από κάπου είχε «δοθεί».
Στήνουν και τους δέκα σε ημικυκλική διάταξη, στο σχήμα της μικρής πλατείας.
Δεύτερος είναι ο Ξυδέας και τρίτος ο Βλάικος. Δεν ακούγεται ανάσα. Δεν κινείται τίποτε. Κι όμως, πριν λίγη ώρα οι δικοί τους ετοίμαζαν το λιτό γιορτινό τραπέζι.
Το μυδράλιο στήνεται μπροστά τους. Οι περισσότεροι κοιτούν αμίλητοι… κάποιες γυναίκες κλαίνε βουβά….
Ανά τρία άτομα τους δένουν με τα χέρια πίσω. Ένα δεύτερο μυδράλιο στήνεται (για κάθε ενδεχόμενο) σε άλλο σημείο πιο κάτω σ’ ένα μικρό άλσος, που κι αυτό υπάρχει σήμερα.
Περνούν από μπροστά τους . Έναν – έναν τους ρωτούν για τυχόν συμμετοχή σε κάποια οργάνωση… τελευταίες στιγμές… ο Βλάικος βρίσκει τη δύναμη και ήρεμος τους εξηγεί ότι δεν είναι αυτός που ψάχνουν, τους λέει ότι η γυναίκα του είναι λεχώνα. Σαν σε κινηματογραφική ταινία, τον λύνουν και τον οδηγούν στην άκρη, απέναντι από το απόσπασμα, εκεί όπου βρίσκονται οι ηλικιωμένοι. Θα ψάξουν αργότερα για την αλήθεια των ισχυρισμών του. Αν όχι, θα τον εκτελέσουν κι αυτόν.
Με το λύσιμο του Βλάικου, ο δεύτερος στη σειρά Ξυδέας, διαπιστώνει ότι το σχοινί που έσφιγγε τα χέρια του έχει χαλαρώσει. Κάποια στιγμή δημιουργείται φασαρία, ένας από το πλήθος κάτι φωνάζει· πάνω στην αναμπουμπούλα, ο μελλοθάνατος Ξυδέας κάνει κυριολεκτικά salto mortale! Βουτάει κάτω στην πλαγιά, κατρακυλάει προς την ελευθερία. Μόλις ανακτά ισορροπία, αρχίζει να τρέχει… αν θα πάρει την κατεύθυνση της ζωής ή της αιωνιότητας είναι ακόμη άγνωστο εκείνες τις στιγμές.
Με τα χρόνια, η ιστορία για μας τους ξένους, φτάνει από στόμα σε στόμα ως «αυτός που έκανε βουτιά και γλύτωσε».
Η αληθινή πραγματικότητα είναι συνήθως πιο σκληρή από την εικονική και την κινηματογραφική.
Ναι, υπάρχει ένας άνθρωπος που γλύτωσε από εκείνη την εκτέλεση· μα δεν ήταν ο Ξυδέας που έκανε το σάλτο. Ήταν ο τρίτος στη σειρά, ο Βλάικος, με νεογέννητο παιδί πίσω του, μόλις πέντε ημερών. Το παιδί εκείνο, ο κύριος Παναγιώτης 73 ετών σήμερα, εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που γλύτωσε ο πατέρας του.
Περιμετρικά στον χαμηλό τοίχο, βλέπεις τα σημάδια από τις ριπές. Στη φωτογραφία του 1999 δεν είχε καλυφθεί ο τοίχος. Σήμερα μόνο δύο μεγάλες οπές φαίνονται καθαρά στις φωτογραφίες.
Πίσω ακριβώς βρίσκεται η πλαγιά που έκανε το σάλτο ο Αθανάσιος Ξυδέας. Έκανε μοιραίο λάθος «να πάει ευθεία και όχι να φύγει αριστερά στην πλαγιά» όπως λένε οι ντόπιοι. Το δεύτερο μυδράλιο –από το δασάκι πιο κάτω - τον γάζωσε. Όπως έτρεχε, μια από τις σφαίρες τον βρήκε στην καρδιά…
Αν βρεθείτε περαστικοί από το σημείο, σταθείτε για λίγο στη θέση που βρέθηκαν χωρίς να το θέλουν, εκείνοι οι άτυχοι αγωνιστές. Προσπαθήστε να νιώσετε τη διάθεση, ίσως τις τελευταίες τους σκέψεις, μόλις δυόμιση μήνες πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Αν πάτε καλοκαίρι, που είναι πιθανότερο, ίσως δείτε τουρίστες να κάθονται αμέριμνοι στη μικρή πλατεία απολαμβάνοντας παγωτά από το διπλανό κατάστημα.
Με αφαιρετικό τρόπο «σβήστε» τις φωνές και τους ήχους και αισθανθείτε· σε μια γιορτινή μέρα με ήλιο, οι άνθρωποι έκαναν όνειρα… ξαφνικά, εμφανίστηκαν οι πρεσβευτές του μίσους —τους οποίους σήμερα κάποιοι ανιστόρητοι εξυμνούν— και τους έκοψαν το νήμα, που δεν πρόλαβαν να ξετυλίξουν, από το κουβάρι της ζωής. Θα γίνετε καλύτεροι άνθρωποι...
γιατί οι ρίζες, αν χαθούν και κείνα θα χαθούνε».
Ριζίτικο
Η πασχαλινή μου ευχή θα είναι η περιγραφή μιας μικρής ιστορίας, εκτιμώντας ότι θα πιάσει περισσότερο από οποιαδήποτε ευχή. Είναι διαφορετική από τη γραμμική εξέλιξη που έχουν ανάλογες ιστορίες. Δεν θ’ αλλάξει η καθημερινότητά μας, ούτε κι ο κόσμος. Αφορά όλους εμάς που σεβόμαστε την Ιστορία και την Παράδοση.
Έχουν περάσει λίγες μέρες από την 6η Απριλίου. Έχουμε χρέος να θυμόμαστε τους ανθρώπους που χωρίς ιδιοτέλεια και καιροσκοπισμό έδωσαν τη ζωή τους.
Πριν λίγο καιρό, πρέπει να ήταν Φεβρουάριος του 2017, νεοναζι από χώρες της Ευρώπης έκαναν πορεία στη Βουλγαρία, στη Σόφια.
Να θυμηθούμε ότι 38.960 Έλληνες οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα την περίοδο 1941-1945 (ακόμη και μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του ’44, έλληνες εκτελούνταν στους εναπομείναντες θύλακες των ναζι σε νησιά και Δυτ. Κρήτη μέχρι τον Μάιο του ’45, κατά δήλωση του Μανώλη Γλέζου). Έχουν καταγραφεί περιστατικά από 1170 χωριά, σχεδόν σε κάθε τόπο μας, σε όλη την επικράτεια. Ο νομός μας έχει πληρώσει βαρύ φόρο αίματος κατά την διάρκεια της κατοχής και με τα ολοκαυτώματα της Τσαριτσάνης και του Δομένικου.
Χειμώνας 1999. Σ’ ένα ταξίδι στην Αλόννησο, μαθαίνω για την ιστορία της μικρής πλατείας, η οποία βρίσκεται εκεί όπως ανεβαίνεις τα στενά της Χώρας. Όσες φορές και αν βρέθηκα χειμώνα στο μέρος αυτό, σταματώ· αφουγκράζομαι και παρατηρώ τον χώρο…
Η πρώτη φωτογραφία αποτυπωμένη σε φιλμ, είναι από τότε. Οι υπόλοιπες είναι τραβηγμένες χειμώνα του 2017. Πρόκειται για μια ιστορία που πολλοί τη γνωρίζαμε με διαφορετικό τέλος από το αληθινό, εκείνο που περνάει από στόμα σε στόμα και λίγο παραλλάσσεται. Μια ιστορία που άκουσα για πρώτη φορά πριν από δεκαοκτώ χρόνια:
1944 ανήμερα του δεκαπενταύγουστου. Ξημέρωσε ήσυχα, η θάλασσα λάδι. Μυρωδιές θυμαριού και ρίγανης φτάνουν από τα δεμάτια που κρέμονται στις αυλές. Ο αυγουστιάτικος ήλιος δεν ζέστανε για καλά ακόμη την πέτρα, και οι τζίτζικες δεν έχουν αρχίσει τη μονότονη τρίλια τους, τον προγραμματισμένο από τη φύση, σκοπό τους. Τίποτε δεν προμηνύει αυτό που θα ακολουθήσει.
Όλοι μένουν πάνω στη Χώρα. Μόνο δύο - τρία σπίτια υπάρχουν κάτω στο Πατητήρι, το λιμανάκι του νησιού.
Σε λίγο, φτάνει ένα καΐκι με γερμανους στρατιώτες. Έχουν κρυμμένο τον οπλισμό τους και δεν φορούν στολές.
Βγαίνουν γρήγορα και ανηφορίζουν από το παλιό καλντερίμι μέσα από τα περιβόλια.
«Τράβηξαν ίσα πάν’ για το χωριό. Κανείς δε κατάλαβε τίποτας μέχρις που τσ’ είδαμι» έλεγε χαρακτηριστικά ο γεράκος, δεκαοχτώ χρόνια πριν.
Καλούν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν. Ακούγονται δέκα ονόματα. (Άλλοι λένε ότι τους έπιασαν στα σπίτια τους. Δεν γνωρίζω αν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες· μπορεί για κάποιους να έχουν ιστορική αξία). Τέτοια γιορτινή ημέρα βρίσκονται όλοι στο χωριό. Η λίστα από κάπου είχε «δοθεί».
Στήνουν και τους δέκα σε ημικυκλική διάταξη, στο σχήμα της μικρής πλατείας.
Δεύτερος είναι ο Ξυδέας και τρίτος ο Βλάικος. Δεν ακούγεται ανάσα. Δεν κινείται τίποτε. Κι όμως, πριν λίγη ώρα οι δικοί τους ετοίμαζαν το λιτό γιορτινό τραπέζι.
Το μυδράλιο στήνεται μπροστά τους. Οι περισσότεροι κοιτούν αμίλητοι… κάποιες γυναίκες κλαίνε βουβά….
Ανά τρία άτομα τους δένουν με τα χέρια πίσω. Ένα δεύτερο μυδράλιο στήνεται (για κάθε ενδεχόμενο) σε άλλο σημείο πιο κάτω σ’ ένα μικρό άλσος, που κι αυτό υπάρχει σήμερα.
Περνούν από μπροστά τους . Έναν – έναν τους ρωτούν για τυχόν συμμετοχή σε κάποια οργάνωση… τελευταίες στιγμές… ο Βλάικος βρίσκει τη δύναμη και ήρεμος τους εξηγεί ότι δεν είναι αυτός που ψάχνουν, τους λέει ότι η γυναίκα του είναι λεχώνα. Σαν σε κινηματογραφική ταινία, τον λύνουν και τον οδηγούν στην άκρη, απέναντι από το απόσπασμα, εκεί όπου βρίσκονται οι ηλικιωμένοι. Θα ψάξουν αργότερα για την αλήθεια των ισχυρισμών του. Αν όχι, θα τον εκτελέσουν κι αυτόν.
Με το λύσιμο του Βλάικου, ο δεύτερος στη σειρά Ξυδέας, διαπιστώνει ότι το σχοινί που έσφιγγε τα χέρια του έχει χαλαρώσει. Κάποια στιγμή δημιουργείται φασαρία, ένας από το πλήθος κάτι φωνάζει· πάνω στην αναμπουμπούλα, ο μελλοθάνατος Ξυδέας κάνει κυριολεκτικά salto mortale! Βουτάει κάτω στην πλαγιά, κατρακυλάει προς την ελευθερία. Μόλις ανακτά ισορροπία, αρχίζει να τρέχει… αν θα πάρει την κατεύθυνση της ζωής ή της αιωνιότητας είναι ακόμη άγνωστο εκείνες τις στιγμές.
Με τα χρόνια, η ιστορία για μας τους ξένους, φτάνει από στόμα σε στόμα ως «αυτός που έκανε βουτιά και γλύτωσε».
Η αληθινή πραγματικότητα είναι συνήθως πιο σκληρή από την εικονική και την κινηματογραφική.
Ναι, υπάρχει ένας άνθρωπος που γλύτωσε από εκείνη την εκτέλεση· μα δεν ήταν ο Ξυδέας που έκανε το σάλτο. Ήταν ο τρίτος στη σειρά, ο Βλάικος, με νεογέννητο παιδί πίσω του, μόλις πέντε ημερών. Το παιδί εκείνο, ο κύριος Παναγιώτης 73 ετών σήμερα, εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που γλύτωσε ο πατέρας του.
Περιμετρικά στον χαμηλό τοίχο, βλέπεις τα σημάδια από τις ριπές. Στη φωτογραφία του 1999 δεν είχε καλυφθεί ο τοίχος. Σήμερα μόνο δύο μεγάλες οπές φαίνονται καθαρά στις φωτογραφίες.
Πίσω ακριβώς βρίσκεται η πλαγιά που έκανε το σάλτο ο Αθανάσιος Ξυδέας. Έκανε μοιραίο λάθος «να πάει ευθεία και όχι να φύγει αριστερά στην πλαγιά» όπως λένε οι ντόπιοι. Το δεύτερο μυδράλιο –από το δασάκι πιο κάτω - τον γάζωσε. Όπως έτρεχε, μια από τις σφαίρες τον βρήκε στην καρδιά…
Αν βρεθείτε περαστικοί από το σημείο, σταθείτε για λίγο στη θέση που βρέθηκαν χωρίς να το θέλουν, εκείνοι οι άτυχοι αγωνιστές. Προσπαθήστε να νιώσετε τη διάθεση, ίσως τις τελευταίες τους σκέψεις, μόλις δυόμιση μήνες πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Αν πάτε καλοκαίρι, που είναι πιθανότερο, ίσως δείτε τουρίστες να κάθονται αμέριμνοι στη μικρή πλατεία απολαμβάνοντας παγωτά από το διπλανό κατάστημα.
Με αφαιρετικό τρόπο «σβήστε» τις φωνές και τους ήχους και αισθανθείτε· σε μια γιορτινή μέρα με ήλιο, οι άνθρωποι έκαναν όνειρα… ξαφνικά, εμφανίστηκαν οι πρεσβευτές του μίσους —τους οποίους σήμερα κάποιοι ανιστόρητοι εξυμνούν— και τους έκοψαν το νήμα, που δεν πρόλαβαν να ξετυλίξουν, από το κουβάρι της ζωής. Θα γίνετε καλύτεροι άνθρωποι...
Οι εννέα ήρωες, όλοι σαν ένας, χωρίς προσδιορισμούς και διαχωριστικά, πολεμούσαν τον κατακτητή. Δεν έσκυψαν το κεφάλι.
Μετά ακολούθησαν άλλα γεγονότα για τα οποία ακόμη και σήμερα αναδύονται ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες. Οι ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, δεν είναι πάντα όπως τις μαθαίνουμε (ή μαθαίναμε). ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
Μετά ακολούθησαν άλλα γεγονότα για τα οποία ακόμη και σήμερα αναδύονται ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες. Οι ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, δεν είναι πάντα όπως τις μαθαίνουμε (ή μαθαίναμε). ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
Υ.Γ.1 - Στην τελευταία εικόνα, η ακτή κάτω στο Πατητήρι στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Υ.Γ.2 - Αν κάποιος έχει πιο ακριβή στοιχεία ή θέλει να κάνει διορθώσεις, ας γράψει ελεύθερα εδώ. Δεν πρόκειται για δημοσιογραφική έρευνα. Με μικρές αποκλίσεις, τα γεγονότα έτσι συνέβησαν.
[dPk]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου